- νιτροπρωσικός
- -ή, -όφρ. «νιτροπρωσικό άλας»χημ. συνοπτική ονομασία συμπλόκων αλάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο συνθ., πρβλ. γαλλ. nitroprussiate < νιτρ(ο)-* + πρωσικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Αν. Κ. Δαμβέργη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νιτρ(ο)- — χημ. α συνθετικό επιστημονικών όρων, πρόθημα που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την παρουσία μιας ή περισσότερων νιτροομάδων στο μόριο, μιας οργανικής ένωσης. Οι χημικοί αυτοί επιστημονικοί όροι έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνειοι… … Dictionary of Greek